- δέματος
- δέμαbandneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
εύρεση — η (ΑΜ εὐρεσις) [ευρίσκω] 1. το να βρίσκει, να ανακαλύπτει κάποιος μετά από έρευνα και αναζήτηση ή τυχαία κάτι (α. «η εύρεση τών καταζητουμένων» β. «η εύρεση δέματος με χρήματα» γ. «η εύρεση τού σφάλματος») 2. επισήμανση ή ανεύρεση, μετά από… … Dictionary of Greek
κοντοδέματος — η, ο κοντός με γερή σωματική διάπλαση, εύρωστος και με χαμηλό ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + δέματος (< δέμας, τος «σώμα»), πρβλ. γερο δεμένος, καλο δεμένος] … Dictionary of Greek
παραλαβή — η [παραλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλαμβάνω, το να παραλαμβάνει κανείς κάτι (α. «παραλαβή δέματος» β. «παραλαβή εμπορευμάτων») 2. συνεκδ. το μέρος όπου κανείς παραλαμβάνει κάτι («είναι στην παραλαβή» είναι τοποθετημένος στο… … Dictionary of Greek
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… … Dictionary of Greek